- υψίδομος
- -ον, Αο ψηλά κτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕφι «ψηλά» + -δομος (< δόμος < δέμω), πρβλ. ἀρτί-δομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψιδόμων — ὑψίδομος high built masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek
υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek